- τρίκαρπος
- -ον, ΜΑαυτός που παράγει καρπό τρεις φορές τον χρόνοαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «τρίκαρποντριετῆ».[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + καρπός (πρβλ. μυριό-καρπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίκαρπον — τρίκαρπος bearing fruit masc/fem acc sg τρίκαρπος bearing fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρικάρπους — τρίκαρπος bearing fruit masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίκαρπα — τρίκαρπος bearing fruit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek